參見:

希臘語

其他寫法

  • (agapó) (稍微正式)

詞源

源自現代 (agapó), + ,源自古希臘語 (agapô) (agapáō)的縮約形。[1]

發音

  • 國際音標(幫助)/aɣaˈpao/
  • 斷字:α‧γα‧πά‧ω

動詞

(agapáo) / αγαπώ (未完成時 αγαπούσα/αγάπαγα過去 αγάπησα被動 αγαπιέμαι被動過去 αγαπήθηκα被動完成分詞 αγαπημένος)

  1. Ο άντρας αγαπάει τη γυναίκα του.O ántras agapáei ti gynaíka tou.男人他的妻子。
  2. 喜歡
    Αγαπάει το καλό κρασί.Agapáei to kaló krasí.喜歡上等紅酒。

變位

相關詞彙

  • 參見: f (agápi, )

參見

  • (erotévomai, 墜入愛河)
  • (sympathó, 喜歡)

參考資料

  1. αγαπώ, αγαπάω in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.