希臘語
形容詞
(algerinós) m (陰性,中性)
變格
αλγερινός 的變格
數 格 / 性 |
單數 | 複數 | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
陽性 | 陰性 | 中性 | 陽性 | 陰性 | 中性 | |
主格 | αλγερινός | αλγερινή | αλγερινό | αλγερινοί | αλγερινές | αλγερινά |
屬格 | αλγερινού | αλγερινής | αλγερινού | αλγερινών | αλγερινών | αλγερινών |
賓格 | αλγερινό | αλγερινή | αλγερινό | αλγερινούς | αλγερινές | αλγερινά |
呼格 | αλγερινέ | αλγερινή | αλγερινό | αλγερινοί | αλγερινές | αλγερινά |
相關詞彙
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.