希臘語
形容詞
(amyntikós) m (陰性,中性)
變格
αμυντικός 的變格
數 格 / 性 |
單數 | 複數 | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
陽性 | 陰性 | 中性 | 陽性 | 陰性 | 中性 | |
主格 | αμυντικός | αμυντική | αμυντικό | αμυντικοί | αμυντικές | αμυντικά |
屬格 | αμυντικού | αμυντικής | αμυντικού | αμυντικών | αμυντικών | αμυντικών |
賓格 | αμυντικό | αμυντική | αμυντικό | αμυντικούς | αμυντικές | αμυντικά |
呼格 | αμυντικέ | αμυντική | αμυντικό | αμυντικοί | αμυντικές | αμυντικά |
相關詞彙
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.