希臘語
詞源
形容詞
(antepistimonikós) m (陰性,中性)
- 不科學的
變格
αντεπιστημονικός 的變格
數 格 / 性 |
單數 | 複數 | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
陽性 | 陰性 | 中性 | 陽性 | 陰性 | 中性 | |
主格 | αντεπιστημονικός | αντεπιστημονική | αντεπιστημονικό | αντεπιστημονικοί | αντεπιστημονικές | αντεπιστημονικά |
屬格 | αντεπιστημονικού | αντεπιστημονικής | αντεπιστημονικού | αντεπιστημονικών | αντεπιστημονικών | αντεπιστημονικών |
賓格 | αντεπιστημονικό | αντεπιστημονική | αντεπιστημονικό | αντεπιστημονικούς | αντεπιστημονικές | αντεπιστημονικά |
呼格 | αντεπιστημονικέ | αντεπιστημονική | αντεπιστημονικό | αντεπιστημονικοί | αντεπιστημονικές | αντεπιστημονικά |
衍生 | 比較級: + 肯定形(如 πιο αντεπιστημονικός) 相對最高級:定冠詞 + πιο + 肯定形(如 ο πιο αντεπιστημονικός) |
相關詞彙
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.