希臘語
詞源
發音
- 國際音標(幫助):/aksioˈʝelastos/
- 斷字:α‧ξι‧ο‧γέ‧λασ‧τος
形容詞
(axiogélastos) m (陰性,中性)
- 荒謬的,可笑的
- Η αξιογέλαστη δικαιολογία του ήταν ότι το σκυλί έφαγε τις σχολικές εργασίες του.
- I axiogélasti dikaiología tou ítan óti to skylí éfage tis scholikés ergasíes tou.
- 他那荒謬的藉口,竟是狗把他的作業吃掉了。
變格
αξιογέλαστος 的變格
近義詞
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.