希臘語
發音
- 國際音標(幫助):/a.po.kseˈno.no/
- 斷字:α‧πο‧ξε‧νώ‧νω
動詞
(apoxenóno) (過去簡單式 αποξένωσα,被動語態 αποξενώνομαι,被動過去 αποξενώθηκα,被動完成分詞 αποξενωμένος)
- 使疏遠
變位
αποξενώνω αποξενώνομαι
主動態 ➤ | 被動態 ➤ | |||
直陳語氣 ➤ | 未完成體 ➤ | 完成體 ➤ | 未完成體 | 完成體 |
非過去式 ➤ | 現在 ➤ | 非獨立形 ➤ | 現在 | 非獨立形 |
1 單 | αποξενώνω | αποξενώσω | αποξενώνομαι | αποξενωθώ |
2 單 | αποξενώνεις | αποξενώσεις | αποξενώνεσαι | αποξενωθείς |
3 單 | αποξενώνει | αποξενώσει | αποξενώνεται | αποξενωθεί |
1 複 | αποξενώνουμε, [‑ομε] | αποξενώσουμε, [‑ομε] | αποξενωνόμαστε | αποξενωθούμε |
2 複 | αποξενώνετε | αποξενώσετε | αποξενώνεστε, αποξενωνόσαστε | αποξενωθείτε |
3 複 | αποξενώνουν(ε) | αποξενώσουν(ε) | αποξενώνονται | αποξενωθούν(ε) |
過去式 ➤ | 過去未完成時 ➤ | 一般過去式 ➤ | 過去未完成時 | 一般過去式 |
1 單 | αποξένωνα | αποξένωσα | αποξενωνόμουν(α) | αποξενώθηκα |
2 單 | αποξένωνες | αποξένωσες | αποξενωνόσουν(α) | αποξενώθηκες |
3 單 | αποξένωνε | αποξένωσε | αποξενωνόταν(ε) | αποξενώθηκε |
1 複 | αποξενώναμε | αποξενώσαμε | αποξενωνόμασταν, (‑όμαστε) | αποξενωθήκαμε |
2 複 | αποξενώνατε | αποξενώσατε | αποξενωνόσασταν, (‑όσαστε) | αποξενωθήκατε |
3 複 | αποξένωναν, αποξενώναν(ε) | αποξένωσαν, αποξενώσαν(ε) | αποξενώνονταν, (αποξενωνόντουσαν) | αποξενώθηκαν, αποξενωθήκαν(ε) |
將來時 ➤ | 持續將來時 ➤ | 一般將來時 ➤ | 持續將來時 | 一般將來時 |
1 單 | θα αποξενώνω ➤ | θα αποξενώσω ➤ | θα αποξενώνομαι ➤ | θα αποξενωθώ ➤ |
2,3 單, 1,2,3 複 | θα αποξενώνεις, … | θα αποξενώσεις, … | θα αποξενώνεσαι, … | θα αποξενωθείς, … |
完成體 ➤ | 完成體 | |||
現在完成時 ➤ | έχω, έχεις, … αποξενώσει έχω, έχεις, … αποξενωμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … αποξενωθεί είμαι, είσαι, … αποξενωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
過去完成時 ➤ | είχα, είχες, … αποξενώσει είχα, είχες, … αποξενωμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … αποξενωθεί ήμουν, ήσουν, … αποξενωμένος, ‑η, ‑ο | ||
將來完成時 ➤ | θα έχω, θα έχεις, … αποξενώσει θα έχω, θα έχεις, … αποξενωμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … αποξενωθεί θα είμαι, θα είσαι, … αποξενωμένος, ‑η, ‑ο | ||
虛擬語氣 ➤ | 使用現在時非獨立形(一般過去時) 或現在完成時形式 + 助詞(να、ας)。 | |||
祈使語氣 ➤ | 未完成體 | 完成體 | 未完成體 | 完成體 |
2 單 | αποξένωνε | αποξένωσε | — | αποξενώσου |
2 複 | αποξενώνετε | αποξενώστε | αποξενώνεστε | αποξενωθείτε |
其他形式 | 主動態 | 被動態 | ||
現在分詞➤ | αποξενώνοντας ➤ | — | ||
完成分詞➤ | έχοντας αποξενώσει ➤ | αποξενωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
非限定形➤ | αποξενώσει | αποξενωθεί | ||
注釋 Appendix:希臘語動詞 |
• (…) 可選或非正式。 […] 罕用。 {…} 古體。 • 有多種形式的,按使用頻率依次遞減。 • 使用虛擬式可組合出委婉命令式。 | |||
相關詞彙
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.