希臘語

詞源

源自中古希臘語 (koutsós)源頭未知。

發音

  • 國際音標(幫助)/kuˈtsos/
  • 斷字:κου‧τσός

形容詞

(koutsós) m (陰性,中性)

  1. (指人和動物) 瘸腿的,跛腳
    Ο πατέρας μου είναι κουτσός λόγω ασθένειας.
    O patéras mou eínai koutsós lógo asthéneias.
    我父親因為得病,腿腳有殘疾
    Το σκυλί τους είναι κουτσό και δεν μπορεί να πάει για βόλτες πια.
    To skylí tous eínai koutsó kai den boreí na páei gia vóltes pia.
    他們家的狗腿瘸了,不能再出去散步了。
  2. (指帶腿的物品) 斷裂
    Μην κάθεσαι σ’ αυτήν την κουτσή καρέκλα. Θα πέσεις.
    Min káthesai s’ aftín tin koutsí karékla. Tha péseis.
    別坐在那張斷腿的椅子上。你會摔倒的。
  3. (比喻義) 彎曲
    Το κείμενο αυτό έχει κουτσές αράδες. Διόρθωσέ το!
    To keímeno aftó échei koutsés arádes. Diórthosé to!
    這篇文章寫得歪歪扭扭的。去改正!

變格

近義詞

  • (瘸腿的, 跛腳的)  m (cholós),  m (anápiros)
  • (彎曲的)  m (stravós)

派生詞

  • (ki i koutsí María, 所有人,全部人, 字面意思是就連瘸腿的瑪利亞都)
  • (koutsaíno, 瘸腿)
  •  n (koutsó, 跳房子)
  • (koútsa-koútsa, 瘸著腿, 副詞)
  • (koutsá-stravá, 猶豫地)
  • (koutso-, 表示殘障或缺陷)

名詞

(koutsós) m (复数,阴性)

  1. 瘸子跛子,腿部有殘疾的男性
    Δώσε τη θέση σου σ' αυτόν τον κουτσό!Dóse ti thési sou s' aftón ton koutsó!請把座位讓給那位瘸腿的男士

變格

近義詞

  • (瘸子,跛子)  m (sakátis)

參見

  • (koulós, 獨臂的;無臂的)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.