希臘語
詞源
源自中古希臘語 (koutsós),源頭未知。
發音
- 國際音標(幫助):/kuˈtsos/
- 斷字:κου‧τσός
形容詞
(koutsós) m (陰性,中性)
- (指人和動物) 瘸腿的,跛腳的
- Ο πατέρας μου είναι κουτσός λόγω ασθένειας.
- O patéras mou eínai koutsós lógo asthéneias.
- 我父親因為得病,腿腳有殘疾。
- Το σκυλί τους είναι κουτσό και δεν μπορεί να πάει για βόλτες πια.
- To skylí tous eínai koutsó kai den boreí na páei gia vóltes pia.
- 他們家的狗腿瘸了,不能再出去散步了。
- (指帶腿的物品) 斷裂的
- Μην κάθεσαι σ’ αυτήν την κουτσή καρέκλα. Θα πέσεις.
- Min káthesai s’ aftín tin koutsí karékla. Tha péseis.
- 別坐在那張斷腿的椅子上。你會摔倒的。
- (比喻義) 彎曲的
- Το κείμενο αυτό έχει κουτσές αράδες. Διόρθωσέ το!
- To keímeno aftó échei koutsés arádes. Diórthosé to!
- 這篇文章寫得歪歪扭扭的。去改正!
變格
κουτσός 的變格
近義詞
派生詞
名詞
(koutsós) m (复数,阴性)
- 瘸子,跛子,腿部有殘疾的男性
- Δώσε τη θέση σου σ' αυτόν τον κουτσό! ― Dóse ti thési sou s' aftón ton koutsó! ― 請把座位讓給那位瘸腿的男士!
變格
近義詞
- (瘸子,跛子): m (sakátis)
參見
- (koulós, “獨臂的;無臂的”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.