希臘語
形容詞
(metritós) m (陰性,中性)
- 可測量的
變格
μετρητός 的變格
數 格 / 性 |
單數 | 複數 | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
陽性 | 陰性 | 中性 | 陽性 | 陰性 | 中性 | |
主格 | μετρητός | μετρητή | μετρητό | μετρητοί | μετρητές | μετρητά |
屬格 | μετρητού | μετρητής | μετρητού | μετρητών | μετρητών | μετρητών |
賓格 | μετρητό | μετρητή | μετρητό | μετρητούς | μετρητές | μετρητά |
呼格 | μετρητέ | μετρητή | μετρητό | μετρητοί | μετρητές | μετρητά |
衍生 | 比較級: + 肯定形(如 πιο μετρητός) 相對最高級:定冠詞 + πιο + 肯定形(如 ο πιο μετρητός) |
相關詞彙
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.