希臘語
詞源
(xe-, “無”) + (vrakí, “內褲”),帶形容詞後綴。
發音
- 國際音標(幫助):/kseˈvɾakotos/
- 斷字:ξε‧βρά‧κω‧τος
形容詞
(xevrákotos) m (陰性,中性)
- (字面義) 沒穿內褲的
- Τι θέαμα ήταν κι αυτό, όταν εμφανίστηκε μπροστά μας ξεβράκωτος!
- Ti théama ítan ki aftó, ótan emfanístike brostá mas xevrákotos!
- 他光著身子出現在我們面前,那是怎樣的景象啊!
- (比喻義) 衣不蔽體的;一貧如洗的
- Τι πας και παντρεύεσαι αυτόν τον ξεβράκωτο;
- Ti pas kai pantrévesai aftón ton xevrákoto?
- 你嫁給那個窮光蛋是為了什麼?
- (比喻義,貶義,幽默,古舊,指女性) 出不起嫁妝的
- Πήγε και παντρεύτηκε μια ξεβράκωτη.
- Píge kai pantréftike mia xevrákoti.
- 他去娶了那個出不起嫁妝的女人。
- (比喻義,貶義,幽默,一般指女性) 衣著暴露的
- Βγαίνεις το σαββατοκύριακο και βλέπεις παντού ένα σωρό ξεβράκωτες στις παραλίες.
- Vgaíneis to savvatokýriako kai vlépeis pantoú éna soró xevrákotes stis paralíes.
- 週末你出去走一圈,就會看到海灘上有一大群穿得很少的女人。
變格
ξεβράκωτος 的變格
近義詞
反義詞
- (穿著內褲的): (vrakoménos)
派生詞彙
- (xevrákotos st' angoúria, “沒準備好的”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.