希臘語
詞源
發音
- 國際音標(幫助):/ˈtuvlo/
- 斷字:τού‧βλο
名詞
(toúvlo) n (复数)
- (建築學) 磚
- Προσπαθούσε να φτιάξει την ταράτσα και του έπεσε το τούβλο στο κεφάλι.
- Prospathoúse na ftiáxei tin tarátsa kai tou épese to toúvlo sto kefáli.
- 他正在試著修補屋頂,這時一塊磚掉在他的頭上。
- (口語,貶義,比喻義) 蠢貨,笨蛋
- Άντε να βρεις άκρη μ’ αυτό το τούβλο!
- Ánte na vreis ákri m’ aftó to toúvlo!
- 跟那個蠢貨一起解決問題,祝你好運!
變格
近義詞
派生詞彙
參見
延伸閱讀
- 在希臘語維基百科上的資料。維基百科 el
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.