希臘語
詞源
源自古希臘語 (philosophía);等同於 (filosofía) + (-ikós)。
形容詞
(filosofikós) m (陰性,中性)
- 哲學的
變格
φιλοσοφικός 的變格
數 格 / 性 |
單數 | 複數 | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
陽性 | 陰性 | 中性 | 陽性 | 陰性 | 中性 | |
主格 | φιλοσοφικός | φιλοσοφική | φιλοσοφικό | φιλοσοφικοί | φιλοσοφικές | φιλοσοφικά |
屬格 | φιλοσοφικού | φιλοσοφικής | φιλοσοφικού | φιλοσοφικών | φιλοσοφικών | φιλοσοφικών |
賓格 | φιλοσοφικό | φιλοσοφική | φιλοσοφικό | φιλοσοφικούς | φιλοσοφικές | φιλοσοφικά |
呼格 | φιλοσοφικέ | φιλοσοφική | φιλοσοφικό | φιλοσοφικοί | φιλοσοφικές | φιλοσοφικά |
衍生 | 比較級: + 肯定形(如 πιο φιλοσοφικός) 相對最高級:定冠詞 + πιο + 肯定形(如 ο πιο φιλοσοφικός) |
相關詞彙
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.