希臘語
其他形式
- (chazamára)
詞源
源自 (chazo-, “愚蠢的”) + (-mára, 陰性後綴)[1],或源自 (chaz(ós)) + (-omára) & (-amára)(對變體 (chazamára)的解釋)。[2]
發音
- 國際音標(幫助):/xa.zoˈma.ɾa/
- 斷字:χα‧ζο‧μά‧ρα
名詞
(chazomára) f (复数)
- (口語) 愚蠢
- Η χαζομάρα αυτού του παιδιού είναι άλλο πράγμα.
- I chazomára aftoú tou paidioú eínai állo prágma.
- 这孩子的愚蠢是另外一回事。
- (口語) 愚蠢的行為;蠢話
- Μη λες χαζομάρες . ― Mi les chazomáres . ― 別說蠢話了。
- Έχω βαρεθεί τις χαζομάρες που κάνει ο θείος μου. ― Écho varetheí tis chazomáres pou kánei o theíos mou. ― 我已經厭倦了叔叔做的蠢事。
變格
近義詞
派生詞彙
- f (chazomarítsa) (指小詞)
- f (chazomaroúla) (指小詞)
參考資料
- ↑ s.v. "χαζός" - Template:R:Babiniotis 2010
- ↑ χαζομάρα in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.