希臘語

詞源

借自意大利語

發音

  • 國際音標(幫助)/ˈopeɾa/
  • 斷字:ό‧πε‧ρα

名詞

(ópera) f (复数)

  1. (音樂) 歌劇
    Ο «Μαγικός Αυλός» είναι μια από τις πιο γνωστές όπερες του Μότσαρτ.
    O «Magikós Avlós» eínai mia apó tis pio gnostés óperes tou Mótsart.
    《魔笛》是莫扎特最負盛名的歌劇之一。
  2. (引申) 歌劇院
    Ο πατέρας μου πάει μια φορά κάθε μήνα στην όπερα.
    O patéras mou páei mia forá káthe mína stin ópera.
    我父親每個月都去一次歌劇院

變格

派生詞

  • (operatikós, 歌劇的)
  •  f (sapounópera, 肥皂劇)

相關詞彙

  •  f (operéta, 輕歌劇)
  •  f (ária, 詠歎調)
  •  n (limpréto, 唱詞)
  •  n (théatro, 劇院)
  •  n (baléto, 芭蕾)
  •  n (mégaro mousikís, 音樂廳)

拓展閱讀

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.