參見:
希臘語
詞源
源自古希臘語 (agorá)。
發音
- 國際音標(幫助):/aɣoˈra/
- 斷字:α‧γο‧ρά
名詞
(agorá) f (复数)
- (歷史) 古希臘時期的廣場、集市
- Η αρχαία αγορά στην Αθήνα είναι κάτω από την Ακρόπολη.
- I archaía agorá stin Athína eínai káto apó tin Akrópoli.
- 古雅典的廣場就在衛城之下。
- 市場,集市
- Πάω στην αγορά να ψωνίσω.
- Páo stin agorá na psoníso.
- 我要去市場買點東西。
- 購買,支付
- αγορά τοις μετρητοίς ― agorá tois metritoís ― 現金支付
- αγορά με δόσεις ― agorá me dóseis ― 分期付款
- 商貿,貿易
- Οι αγορές κατέρρευσαν στο κραχ.
- Oi agorés katérrefsan sto krach.
- 經濟危機後,市場崩潰了。
- ελεύθερη αγορά ― eléftheri agorá ― 自由市場
- αγορά εργασίας ― agorá ergasías ― 勞工市場
變格
近義詞
反義詞
相關詞彙
拓展閱讀
- αγορά in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.