希臘語

詞源

源自古希臘語 (ergaleîon)

名詞

(ergaleío) n (复数)

  1. (也作比喻義) 工具
    ξυλουργικό εργαλείοxylourgikó ergaleío木工工具
    μεταλλικό εργαλείοmetallikó ergaleío金屬工具
    Το λεξικό αυτό είναι ένα πολύτιμο εργαλείο για τις σχολικές εργασίες.
    To lexikó aftó eínai éna polýtimo ergaleío gia tis scholikés ergasíes.
    詞典是學習上的寶貴工具

變格

相關詞彙

  •  n (ergaleiáki)
  •  f (ergaleiothíki, 工具箱)
  •  f (ergaleiomichaní, 機床)
  • 參見: n (érgo, 工作)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.