參見:

希臘語

其他寫法

  • (kámno) (非標準)

詞源

源自古希臘語 (kámnō),源自原始印歐語 (疲勞,疲憊)

發音

  • 國際音標(幫助)/ˈkano/
  • 斷字:κά‧νω

動詞

(káno) (過去簡單式 έκανα被動語態 —)

  1. Θα κάνω ό,τι μου πεις.Tha káno ó,ti mou peis.我會按你說的去
    Τι κάνεις;Ti káneis?你好嗎?
  2. 製作
    κάνω τοστkáno tost吐司
  3. 花費(金錢、時間)
    Πόσο κάνει η βενζίνη;Póso kánei i venzíni?汽油價格多少?
    Το ταξίδι κάνει τρεις ώρες.To taxídi kánei treis óres.旅途共三個小時。
  4. 度過
    Έκανα δύο εβδομάδες στην Αθήνα.Ékana dýo evdomádes stin Athína.我在雅典度過了兩星期。
  5. 建立
    Θα κάνω μια δική μου επιχείρηση.Tha káno mia dikí mou epicheírisi.我會自己業。
  6. 用於描述天氣
    Τι καιρό θα κάνει αύριο;Ti kairó tha kánei ávrio?明天什麼天氣?
  7. 生產產出(農產品)
    κάνω μήλαkáno míla蘋果
    κάνω αυγάkáno avgá
  8. 扮演
    κάνω τον βλάκαkáno ton vláka

變位

派生詞

  • (káno emetó, 嘔吐)
  • (káno katálipsi, 蹲下)
  • πίσω (káno píso, 退縮)
  • (káno tópi sto xýlo, 痛打)
  • (ta káno plakákia me, 勾結)
  • (Póso kánei?, 多少錢)

參見

  • (ftiáchno, 製作,建造;修理;改善)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.