希臘語
名詞
(kalliérgeia) f (复数)
- (生物學,微生物學) 培養
- κυττάρων μέσα καλλιέργειας
- kyttáron mésa kalliérgeias
- 細胞培養基
- (比喻義) 培育
- Η καλλιέργεια των καλύτερων διεθνών σχέσεων.
- I kalliérgeia ton kalýteron diethnón schéseon.
- 構築更好的國際關係。
- Ένας σκοπός του μαθήματος είναι η καλλιέργεια της κριτικής σκέψης.
- Énas skopós tou mathímatos eínai i kalliérgeia tis kritikís sképsis.
- 本課程的其中一個目標是培養批判性思維。
- (園藝學) 栽培
變格
參見
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.