古希臘語

詞源

(kóptō) + (-ma)

發音

 

名詞

(kómma) n (屬格); 三類變格

  1. 硬幣上的印記
  2. 切下的部分,
  3. 麥秸
  4. (修辭)從句
  5. 擦傷

屈折

派生詞

  • (kommatías)
  • (kommatikós)
  • (kommátion)

派生語彙

  • 希臘語: (kómma)
  • 拉丁語:
    • 英語:

拓展閱讀

希臘語

詞源

源自古希臘語 (kómma)

名詞

(kómma) n (复数)

  1. (政治) 政黨
  2. (印刷) 指符號“,
    1. (語法) 逗號
      近義詞: (早期希臘語) (ypostigmí)
    2. (數學) 小數點
      5,3
      €2.500,50二千五百五零歐元
      近義詞: (ypodiastolí)

變格

同類詞彙

  • ( « » ) εισαγωγικά
  • ( " ) ( ) εισαγωγικά
  • ( ' ) ( ) εισαγωγικά
  • ( ' ) ( ) απόστροφος
  • ( ¨ ) διαλυτικά
  • ( ΄ ) τόνος
  • ( - ) ενωτικό
  • ( ) παύλα
  • ( ) αποσιωπητικά
  • ( ( ) ) παρένθεση
  • ( [ ] ) αγκύλη
  • ( { } ) άγκιστρο
參見:Appendix:希臘語標點符號、Appendix:希臘字母#變音記號

拓展閱讀

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.