希臘語
詞源
名詞
(erotimatikó) n (复数)
- (語法,印刷) 問號(;)
變格
參見
- ( . ) τελεία
- ( , ) κόμμα, υποδιαστολή
- ( : ) άνω και κάτω τελεία
- ( · ) άνω τελεία
- ( ; ) ερωτηματικό
- ( ! ) θαυμαστικό
- 參見:Appendix:希臘語標點符號、Appendix:希臘字母#變音記號
形容詞
(erotimatikó)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.