希臘語

詞源

源自 (erotimatikós, 疑問的)

名詞

(erotimatikó) n (复数)

  1. (語法印刷) 問號;

變格

參見

  • ( « » ) εισαγωγικά
  • ( " ) ( ) εισαγωγικά
  • ( ' ) ( ) εισαγωγικά
  • ( ' ) ( ) απόστροφος
  • ( ¨ ) διαλυτικά
  • ( ΄ ) τόνος
  • ( - ) ενωτικό
  • ( ) παύλα
  • ( ) αποσιωπητικά
  • ( ( ) ) παρένθεση
  • ( [ ] ) αγκύλη
  • ( { } ) άγκιστρο
參見:Appendix:希臘語標點符號、Appendix:希臘字母#變音記號

形容詞

(erotimatikó)

  1. (erotimatikós)主格單數中性形式。
  2. (erotimatikós)賓格單數陽性形式。
  3. (erotimatikós)賓格單數中性形式。
  4. (erotimatikós)呼格單數中性形式。
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.