希臘語
形容詞
(morfotikós) m (陰性,中性)
- 教育的
- μορφωτικά βιβλία ― morfotiká vivlía ― 教育書籍
- 文化的
- μορφωτικός σύμβουλος ― morfotikós sýmvoulos ― 文化專員
變格
μορφωτικός 的變格
數 格 / 性 |
單數 | 複數 | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
陽性 | 陰性 | 中性 | 陽性 | 陰性 | 中性 | |
主格 | μορφωτικός | μορφωτική | μορφωτικό | μορφωτικοί | μορφωτικές | μορφωτικά |
屬格 | μορφωτικού | μορφωτικής | μορφωτικού | μορφωτικών | μορφωτικών | μορφωτικών |
賓格 | μορφωτικό | μορφωτική | μορφωτικό | μορφωτικούς | μορφωτικές | μορφωτικά |
呼格 | μορφωτικέ | μορφωτική | μορφωτικό | μορφωτικοί | μορφωτικές | μορφωτικά |
近義詞
參見
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.