希臘語
形容詞
(taxidiotikós) m (陰性,中性)
- 旅行的
變格
ταξιδιωτικός 的變格
數 格 / 性 |
單數 | 複數 | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
陽性 | 陰性 | 中性 | 陽性 | 陰性 | 中性 | |
主格 | ταξιδιωτικός | ταξιδιωτική | ταξιδιωτικό | ταξιδιωτικοί | ταξιδιωτικές | ταξιδιωτικά |
屬格 | ταξιδιωτικού | ταξιδιωτικής | ταξιδιωτικού | ταξιδιωτικών | ταξιδιωτικών | ταξιδιωτικών |
賓格 | ταξιδιωτικό | ταξιδιωτική | ταξιδιωτικό | ταξιδιωτικούς | ταξιδιωτικές | ταξιδιωτικά |
呼格 | ταξιδιωτικέ | ταξιδιωτική | ταξιδιωτικό | ταξιδιωτικοί | ταξιδιωτικές | ταξιδιωτικά |
相關詞彙
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.