參見:

希臘語

詞源

源自古希臘語 (érkhomai)。完成時形式來自其異幹不定過去式 (êlthon)(發生 > 的規則變化)。

發音

  • 國際音標(幫助)/ˈeɾxome/
  • 斷字:έρ‧χο‧μαι

動詞

(érchomai) 異態動詞 (過去簡單式 ήρθα/ήλθα)

  1. (最常用異項)
    Την είδα να έρχεται στην κατεύθυνσή μου.Tin eída na érchetai stin katéfthynsí mou.我看見她往我這邊走來
    Ήρθε ακόμα ο γιατρός;Írthe akóma o giatrós?醫生來了嗎?
    Ο χειμώνας έρχεται.O cheimónas érchetai.冬天將
    Ήρθα πρώτος στο αγώνισμα.Írtha prótos sto agónisma.我在比賽中獲得第一名。
  2. 花費
    Πόσο έρχεται αυτό το αμάξι;Póso érchetai aftó to amáxi?這台車要多少錢?
  3. (+ (se)) 到達某一狀態
    Τελικά, οι δυό τους ήρθαν στα χέρια.Teliká, oi dyó tous írthan sta chéria.最後,他們發生了衝突。
    Θα έρθουν πολλά πράγματα στο φως όταν βγει το νέο βιβλίο.
    Tha érthoun pollá prágmata sto fos ótan vgei to néo vivlío.
    新書出版後,許多東西都水落石出。
    Οι αρχηγοί των κομμάτων της βουλής ήρθαν σε συμφωνία.
    Oi archigoí ton kommáton tis voulís írthan se symfonía.
    議會的黨派領導人達成一致意見。
  4. (前帶屬格弱代詞) 合適
    Αυτό το φόρεμα δε σου ήρθε καλά.Aftó to fórema de sou írthe kalá.那條裙子不適合你。
  5. (前帶屬格弱代詞,後帶 (na)) 想要
    Πώς σου ήρθε να φορέσεις τόσο άσχημο παλτό;
    Pós sou írthe na foréseis tóso áschimo paltó?
    你為什麼要穿那件醜大衣?
    (字面意思是「是什麼讓你……」)
    Κάθε φορά που τον βλέπω, μου έρχεται να τον σπάσω στο ξύλο.
    Káthe forá pou ton vlépo, mou érchetai na ton spáso sto xýlo.
    每次我看見他,我就揍他一頓。
    Η ταινία ήταν τόσο βαρετή που μου ήρθε να σηκωθώ και να φύγω.
    I tainía ítan tóso varetí pou mou írthe na sikothó kai na fýgo.
    這部電影太無聊了,我都起身離開了。

變位

近義詞

  • (來,到) (ftháno, ), (epérchomai), (enskípto), (epíkeimai), (kataftháno)
  • (花費) (kostízo)
  • (合適) (tairiázo), (páo), (káno)

反義詞

  • (apérchomai)
  • (apochoró)
  • (exérchomai)
  • (févgo, 離開)

派生詞

  •  f (élefsi)
  • (érchomai sta chéria, 激烈爭吵)
  • (erchómenos, 接下來的,後來的)
  •  m (erchomós, 到來)

相關詞彙

複合詞
  • (anérchomai, 上升)
  • (antepexérchomai, 處理,對付)
  • (antiparéchomai, 忽視,不顧)
  • (apérchomai)
  • (diexérchomai)
  • (diérchomai, 經過)
  • (eisérchomai, 進入,走進)
  • (exérchomai, 離開,走出)
  • (epanérchomai)
  • (epérchomai)
  • (katérchomai, 下降)
  • (metérchomai, 從事)
  • (xanaérchomai), (xanárchomai, 回來)
  • (parérchomai, 通過,經過)
  • (periérchomai)
  • (pigainoérchomai), (pigainórchomai, 來來去去,進進出出)
  • (proérchomai, 來自,起源自)
  • (prosérchomai, 出現在某處)
  • (synérchomai, 見面;恢復)
  • (ypeisérchomai)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.