希臘語
形容詞
(ampelourgikós) m (陰性,中性)
變格
αμπελουργικός 的變格
數 格 / 性 |
單數 | 複數 | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
陽性 | 陰性 | 中性 | 陽性 | 陰性 | 中性 | |
主格 | αμπελουργικός | αμπελουργική | αμπελουργικό | αμπελουργικοί | αμπελουργικές | αμπελουργικά |
屬格 | αμπελουργικού | αμπελουργικής | αμπελουργικού | αμπελουργικών | αμπελουργικών | αμπελουργικών |
賓格 | αμπελουργικό | αμπελουργική | αμπελουργικό | αμπελουργικούς | αμπελουργικές | αμπελουργικά |
呼格 | αμπελουργικέ | αμπελουργική | αμπελουργικό | αμπελουργικοί | αμπελουργικές | αμπελουργικά |
相關詞彙
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.